καταίθυξ

καταίθυξ
καταίθυξ (Α)
1. ορμητικός
2. φρ. «καταῑθυξ ὄμβρος» — ραγδαία βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιθύσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”